- κηρυκιοφόρος
- κηρυκ-ιοφόρος, ον,A bearing a herald's staff, EM812.26 (prob.), Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηρυκιοφόρος — κηρυκιοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει κηρύκειο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρύκ(ε)ιον + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek